ὑπεξερύω

Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

   A dragout and away, [τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225:— Med., πατέρα . . ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181.

German (Pape)

[Seite 1188] ion. ὑπεξειρύω, darunter herausziehen, heimlich entreißen, Her. 7, 225; – med., Ap. Rh. 2, 1181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξερύω: Ἰων. -ειρύω, ἐξέλκω, ἀποσύρω κάτωθέν τινος, ἀποσύρω κρυφίως, Ἡρόδ. 7. 225. - Μέσ., ὡς μὲν γὰρ πατέρ’ ὑμὸν ὑπεξείρῡτο φόνοιο μητρυιῆς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1184.