σάθρωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ruin, διαρπαγὴ καὶ σ. PLond.5.1677.34 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σάθρωσις: ἡ, = τῷ προηγ., σάθρωσις γινομένη ἀπὸ τοῦ πυρὸς Ἀρμενόπ. Β΄, δ΄, 16.
εως, ἡ,
A ruin, διαρπαγὴ καὶ σ. PLond.5.1677.34 (vi A.D.).
σάθρωσις: ἡ, = τῷ προηγ., σάθρωσις γινομένη ἀπὸ τοῦ πυρὸς Ἀρμενόπ. Β΄, δ΄, 16.