δυσμορφία
English (LSJ)
ἡ,
A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.
ἡ,
A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.
[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.