ές, poet. for δορυπαγής, Opp.H.1.358, Nonn.D.4.230.
[Seite 663] ές, = δορυπαγής; ἔργον Opp. H. 1, 358; ἅρμα θαλάσσης Nonn. D. 45, 192.
δουροπᾰγής: -ές, Ἰων, ἀντὶ δορυπαγής, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358, Νόνν. 45, 192.