ἔκτισις

Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

   A v. ἔκτεισις. ἔκτισμα, v. ἔκτεισμα.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτῐσις: -εως, ἡ, ἀπότισις, πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27.