ἡδυλάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,=
A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).
[ᾰ], ον,=
A ἡδυλόγος, φθόγγοι IG12(7).95.4 (Amorgos).
ἡδυλάλος: -ον, = ἡδυλόγος, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1029α (προσθ.).