φυγή, = foreg., ib.614.
[Seite 562] verbannt, Aesch. Suppl. 609.
δημήλατος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐξορισθείς, φυγή· δημήλατος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 614.