ἀπορραπιστέον
English (LSJ)
A one must reject, Eust.310.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορραπιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ, Εὐστ. 310. 23.
A one must reject, Eust.310.23.
ἀπορραπιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ, Εὐστ. 310. 23.