ατος, τό,
A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.
εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.