ἐμπλαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to adhere, δύναμις Dsc.1.102.
German (Pape)
[Seite 814] ή, όν, geschickt, tauglich, geeignet zum Einschmieren, Verschmieren, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλαστικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἐμπλάσσειν, Διοσκ. 1. 140.