θηριονάρκη
English (LSJ)
ἡ, a plant
A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.
Greek (Liddell-Scott)
θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
ἡ, a plant
A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.
θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.