Τῠχαῖον: τό, (Τύχη), ναὸς τῆς Τύχης, τὸν τὸ Τυχαῖον κατασκευάσαντα Συλλ. Ἐπιγρ. 2024· ἱερὸν πάλαι τοῖς δαίμοσιν ἀνειμένον, Τυχαῖον τοῖς ἐπιχωρίοις ὠνόμαστο Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 16, σ. 271. 8.