καταθρηνέω
English (LSJ)
A bewail, E.El.1326 (anap.), prob. in Phld.Mort.24: c. acc., τὴν Ἀλεξάνδρου τελευτήν D.S.17.118; ἀποθνῄσκοντας Plu.2.1103a; ἑαυτούς App.Pun.81.
German (Pape)
[Seite 1349] beklagen, beweinen; ἐπὶ τύμβῳ Eur. El. 1326; τινά, D. Sic. 17, 118; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταθρηνέω: ἐπιτεταμ. τοῦ θρηνῶ, κλαίω, Εὐρ. Ἠλ. 1326· μετ’ αἰτ., Διόδ. 17. 118, Ἀππ. Καρχηδ. 81.