συνθρύπτω

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

   A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.