διοίχομαι

Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut. -οιχήσομαι: pf.

   A -οίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e.    II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται) ; χἠ δίκη δ. E.Supp.530.

Greek (Liddell-Scott)

διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι˙ πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136˙ ἀποθ.˙ -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)˙ χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.