ἀγοράστρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἀγοραστής, BGU 907.11 (ii A.D.), PThead.1.11 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγοράστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀγοραστής, Γλωσσ.
ἡ, fem. of ἀγοραστής, BGU 907.11 (ii A.D.), PThead.1.11 (iv A.D.).
ἀγοράστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀγοραστής, Γλωσσ.