ἁλιήτωρ
English (LSJ)
οπος, ὁ, poet. for
A ἁλιεύς 1, Hom.Epigr.16.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἁλιεὺς Ι, Ἐπιγράμμ. Ὁμήρ. 16.
οπος, ὁ, poet. for
A ἁλιεύς 1, Hom.Epigr.16.1.
ἁλιήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἁλιεὺς Ι, Ἐπιγράμμ. Ὁμήρ. 16.