αἱμορροΐς
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, mostly in pl., αἱμορροΐδες (sc. φλέβες) veins
A liable to discharge blood, esp. haemorrhoids, piles, Hp.Aph.3.30, etc. II kind of shell-fish, perh. Aporrhais pes-pelicani, Arist.HA530a19. III female of αἱμόρροος 11, Plin.HN20.210; poet., αἱμοροΐς θήλεια Nic.Th.315.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορροΐς: ΐδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. αἱμορροΐδες (ἐν. φλέβες) = φλέβες ὑποκείμεναι εἰς αἱμόρροιαν, ἰδίως αἱ καὶ παρ’ ἡμῖν οὕτω καλούμεναι αἱμορροΐδες, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. ΙΙ. εἶδος ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 4, 34· (ἄλλη γραφ. ἀπορραΐδες). ΙΙΙ. = αἱμόρρους, ΙΙ, Πλίν. Φυσ. Ἱστ. 20. 81.