ξυλοπόδης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with wooden feet, Hdn.Epim.212.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπόδης: ὁ, ὁ ἔχων ξυλίνους πόδας, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 212.
ου, ὁ,
A with wooden feet, Hdn.Epim.212.
ξῠλοπόδης: ὁ, ὁ ἔχων ξυλίνους πόδας, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 212.