λιποθυμία
English (LSJ)
ἡ,
A swoon, Hp.Aph.1.23, Art.68, Plu.Pomp.49, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποθῡμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
ἡ,
A swoon, Hp.Aph.1.23, Art.68, Plu.Pomp.49, etc.
λῐποθῡμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λιγοθυμιά», Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.