θρασυκάρδιος
English (LSJ)
ον,
A bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.
German (Pape)
[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.