πολλαπλήσιος
English (LSJ)
η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.
η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.
[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.