γυναικοήθης
English (LSJ)
ες,
A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.
German (Pape)
[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.
ες,
A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.
[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.
γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.