μονόρριζος
English (LSJ)
ον,
A with a single root, Thphr.HP 1.6.6, 7.2.7 (Sup.); of teeth, with a single fang, Gal.2.753.
Greek (Liddell-Scott)
μονόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 6, κτλ.
ον,
A with a single root, Thphr.HP 1.6.6, 7.2.7 (Sup.); of teeth, with a single fang, Gal.2.753.
μονόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ῥίζαν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 6, κτλ.