χιοειδής

Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές,

   A in form of a X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. -δῶς Sophon.in de An.19.34.

Greek (Liddell-Scott)

χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.