τρίδραχμος
English (LSJ)
ον,
A worth three drachmas, Id.Pax1202. II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.). III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.
German (Pape)
[Seite 1142] drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.
Greek (Liddell-Scott)
τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.