οὐρώδης
English (LSJ)
ες, (οὐρά)
A of the tail or rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.
ες, (οὐρά)
A of the tail or rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).
οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.