κόπηθρον
English (LSJ)
τό a wild vegetable, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1482] τό, eine wildwachsende Gemüseart, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κόπηθρον: το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.
τό a wild vegetable, Hsch.
[Seite 1482] τό, eine wildwachsende Gemüseart, Hesych.
κόπηθρον: το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.