ὑπέρευγε
German (Pape)
[Seite 1195] adv., das verstärkte εὖγε, Luc. Paras. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρευγε: «ὑπερκάλως» (Ἡσύχ.), Λουκ. Παράσ. 9, Αἰλ. Ποικ. 9. 38.
[Seite 1195] adv., das verstärkte εὖγε, Luc. Paras. 9.
ὑπέρευγε: «ὑπερκάλως» (Ἡσύχ.), Λουκ. Παράσ. 9, Αἰλ. Ποικ. 9. 38.