ἀσαπής
English (LSJ)
ές, (σήπομαι)
A not decayed, Hp.Epid.5.27, Arist.Pr.909b4, Thphr.HP3.12.3. Adv. -έως, = ἀπέπτως (acc. to Gal. ad loc.), Hp. Acut.16.
German (Pape)
[Seite 368] ές, nicht faulend, Stob. ecl. ph. 2 p. 934.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰπής: -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré.