εὔγναμπτος
English (LSJ)
Ep. ἐΰγν-, ον,
A well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).
Ep. ἐΰγν-, ον,
A well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).