τετράστοος
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Hallen oder Säulengängen umgeben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστοος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στοάς, ἀγορᾶς τετραστόου Ζώσιμος 2. 31, 2.
[Seite 1099] mit vier Hallen oder Säulengängen umgeben, Sp.
τετράστοος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στοάς, ἀγορᾶς τετραστόου Ζώσιμος 2. 31, 2.