ἡ,
A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
[Seite 316] ἡ, = ὄκνος, Sp.
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.