κοιλῶνυξ
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ,
A hollow-hoofed, ἵπποι Stesich.49.
German (Pape)
[Seite 1467] υχος, mit hohlen Hufen, ἵπποι Stesichor. bei gehol. Il. 6, 507.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ἔχων κοίλην ὁπλήν, ἵπποι Στησίχορος 84.