στροβιλώδης

Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

ες,=

   A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.

German (Pape)

[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.