περιψάω

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909 ; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730 ; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.

German (Pape)

[Seite 601] (s. ψάω), inf. ψῆν, Ar. Equ. 906, ringsumher wischen, abstreichen, reinigen, τὰ βλέφαρα περιέψησεν, Plut. 730, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιψάω: ἀπαρ. -ψῆν, σπογγίζω ὁλόγυρα, σπογγίζω καὶ καθαρίζω, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· τὰ βλέφαρα περιέψησεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 730.