θηριομάχος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.