ὁ, poet. for ἐνόμηρος,
A as a hostage, Demetr.Com.Vet.2.
[Seite 809] = ὅμηρος, Hesych.
ἔμμηρος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἐνομήρης, Δημήτρ. ἐν «Σικελίᾳ» 2, ἔνθα ἴδε Meineke.