ἀφροσιβόμβαξ
English (LSJ)
ακος, ὁ,
A puffing, bustling fellow, Timo 29.
German (Pape)
[Seite 415] (ἄφρων), der alberne Wichtigthuer, Timon. bei D. L. 2, 126, v. l. ἀφρασιβόμβαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροσιβόμβαξ: ὁ, ἄνθρωπος ἄφρων καὶ μάταιος, φανταζόμενος ἑαυτὸν μέγα τι καὶ ἀλαζονευόμενος. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 126. Ἐν. τῷ Θησ. Στεφ. γράφεται, ἀφροσιβόμβυξ, υκος.