αὐτοκέφαλος
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέφαλος: -ον, παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ ἀρχιεπισκοπῶν ἢ ἀρχιεπισκόπων ἀνεξαρτήτων ἀπὸ τῆς πατριαρχικῆς δικαιοδοσίας, τοῦ αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου τῆς Κυπρίων νήσου Χρυσόβουλλον Ἀλέξ. Κομν. παρὰ Montfauc. Bibl. Coisl. σ. 103, 47, κτλ.