[ῐ], ᾰρος, τό,
A body, Nic.Th.694; cf. σκῆνος 11.
[Seite 899] αρος, τό, der Leib, Nic. Th. 694, wie σκῆνος.
σκίνᾰρ: [ῐ], -ᾰρος, τό, τὸ σῶμα, Νικ. Θηρ. 694· πρβλ. σκῆνος ΙΙ.