ἀναίρετος
English (LSJ)
ον, (αἱρέομαι)
A incapable of choosing, Timo72. II Pass., opp. αἱρετός, Simp.in Epict.p.14 D., al.
German (Pape)
[Seite 189] wer sich nicht für etwas entscheiden, nicht etwas wählen kann, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίρετος: -ον, (αἱρέομαι) ὁ μὴ αἱρούμενος, ὁ μὴ ἐκλέγων· «οὐκέτι ἀφυγὴς καὶ ἀναίρετος ἔσται ..,. ἀλλὰ τὸ μὲν ἑλεῖται τοῦ δὲ ἀποστήσεται» Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 164.