κιμβερικόν

Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

German (Pape)

[Seite 1438] τό, sc. ἱμάτιον, ein Frauenkleid, Ar. Lys. 45. 52; bei Phot. 165, 22 κιμμερικόν; Suid. las κιμβέρινον od. κιμμέρινον.

Greek (Liddell-Scott)

κιμβερικόν: τὸ, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιμμερικόν, ὃ ἴδε.