υ, gen. υος,
A in tears, weeping, J.AJ1.19.4, Luc.Somn.4.
[Seite 831] υ, gen. υος, in Thränen, weinend; Luc. Somn. 4; Ios. u. a. Sp.
ἔνδακρυς: υ, γεν. -υος, πλήρης δακρύων, «δακρυσμένος» Λουκ. Ἐνύπν. 4.