ον,
A of ill name, boding ill, Luc.Am.39.
[Seite 682] von schlimmer Vorbedeutung, Luc. Am. 39.
δυσκληδόνιστος: -ον, κακὸν ὄνομα ἔχων, προμηνύων κακά, δυσοιώνιστος, Λουκ. Ἐρωσ. 39.