ές,
A arched, vaulted, D.C.68.25; wheel-shaped, Eudox. Ars 19.13.
[Seite 421] ές, gewölbartig?
ἁψῑδοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἁψῖδος, κυκλικός. Δίων Κ. 68. 25.