όν,
A celebrated with a procession of oxen, ἑορτή Pi.Fr.193.
[Seite 459] ἑορτή, mit einem Rinderfestzug, Pind. frg. 205.
βουπομπός: -όν, ἑορταζόμενος διὰ πομπῆς βοῶν, ἑορτὴ Πίνδ. Ἀποσπ. 205.