[ᾰ], ου, ὁ,
A cattledealer, Poll.7.185.
[Seite 456] ὁ, Ochsenhändler, Poll. 7, 185.
βουκάπηλος: -ου, ὁ, ἔμπορος βοῶν, Πολυδ. Ζ΄, 185.