ον, (φερνή)
A = πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.
[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.
πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον