πεφυλαγμένως

Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv., (φυλάσσω)

   A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.